ἐγχθόνιος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγχθόνιος:''' -ον, αυτός που είναι μέσα στη ή προέρχεται από τη γη, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐγχθόνιος:''' -ον, αυτός που είναι μέσα στη ή προέρχεται από τη γη, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐγ-[[χθόνιος]], ον<br />in or of the [[country]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:23, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A in the earth, σποδιὴ κειμένη ἐ. Epigr.Gr.298, prob. in AP7.740 (Leon.). II of the country, κύλιξ APl.4.235 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 713] inländisch, κύλιξ Apollnd. Plan. 235.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχθόνιος: -ον, ἐν τῇ γῇ, γήινος, σποδιὴ κειμένη ἐγχθ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 298. ΙΙ. ἐγχώριος, κύλιξ Ἀνθολ. Πλαν. 235.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de terre.
Étymologie: ἐν, χθών.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἐνχ- GVI 2006.4 (Teos I d.C.)
1 hecho de tierra, de barro κύλιξ op. χρυσέον δέπας AP 16.235 (Apollonid.).
2 como pred. que está en tierra, bajo tierra ὀστέα καὶ σποδιὴ κειμένη ἐ. GVI l.c.
Greek Monotonic
ἐγχθόνιος: -ον, αυτός που είναι μέσα στη ή προέρχεται από τη γη, σε Ανθ.