Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑκατόγχειρος: Difference between revisions

From LSJ
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἑκατόγχειρος:''' сторукий ([[Βριάρεως]] Hom.).
|elrutext='''ἑκατόγχειρος:''' сторукий ([[Βριάρεως]] Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑκᾰτόγ-χειρος, ον [[χείρ]]<br />[[hundred]]-handed, of [[Briareus]], Il.:— ἑκατόγ-χειρ, Plut.
}}
}}

Revision as of 21:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόγχειρος Medium diacritics: ἑκατόγχειρος Low diacritics: εκατόγχειρος Capitals: ΕΚΑΤΟΓΧΕΙΡΟΣ
Transliteration A: hekatóncheiros Transliteration B: hekatoncheiros Transliteration C: ekatogcheiros Beta Code: e(kato/gxeiros

English (LSJ)

ον,

   A hundred-handed, of Briareus, Il.1.402.

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, dasselbe, Briareus, Il. 1, 402.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατόγχειρος: -ον, ἔχων ἑκατὸν χεῖρας· ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἰλ. Α. 402: - ἑκατόγχειρ, ὁ, ἡ, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, κτλ. Ἑκατόγχειρες ἦσαν ὁ Βριάρεως, ὁ Γύγης ἢ Γύας καὶ ὁ Κόττος, τέκνα Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, Ἀπολλόδ. 1. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent mains, à cent bras.
Étymologie: ἑκατόν, χείρ.

English (Autenrieth)

hundred-handed, Il. 1.402†.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόγχειρος) -ον
centímanode Briareo Il.1.402, gener. ζῶον c. alusión al término mítico, Nicom.Ar.1.14.

Greek Monotonic

ἑκᾰτόγχειρος: -ον (χείρ), αυτός που έχει εκατό χέρια, λέγεται για τον Βριάρεω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑκατόγ-χειρ, , , σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόγχειρος: сторукий (Βριάρεως Hom.).

Middle Liddell

ἑκᾰτόγ-χειρος, ον χείρ
hundred-handed, of Briareus, Il.:— ἑκατόγ-χειρ, Plut.