ἐγχέλειος: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(4) |
(1ab) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγχέλειος:''' -α, -ον, ο [[σχετικός]] με [[χέλι]]· [[τἀγχέλεια]] ([[κρέα]]), [[σάρκα]] χελιού, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐγχέλειος:''' -α, -ον, ο [[σχετικός]] με [[χέλι]]· [[τἀγχέλεια]] ([[κρέα]]), [[σάρκα]] χελιού, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐγχέλειος]], η, ον<br />of an eel, [[τἀγχέλεια]] (sub. κρέἀ eel's [[flesh]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 713] ον, vom Aale; τέμαχος Ath. III, 96 b; vgl. Posidipp. bei Ath. III, 87 f.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’anguille ; τὸ ἐγχέλειον ou τὰ ἐγχέλεια morceau ou chair d’anguille.
Étymologie: ἔγχελυς.
Spanish (DGE)
-ον
1 de anguila τέμαχος ἐ. tajada de anguila Pherecr.50.2.
2 subst. τὸ ἐ. anguila Ar.Fr.333.7, Antiph.221.4, Theophil.4.2
•plu., gastron. τὰ ἐ. tajadas de anguila ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach.1043, τεύτλοισί τ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Pherecr.113.12, cf. Call.Com.6, Posidipp.15, Ath.295d, Ael.Dion.ε 6.
Greek Monolingual
ἐγχέλειος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από χέλι.
Greek Monotonic
ἐγχέλειος: -α, -ον, ο σχετικός με χέλι· τἀγχέλεια (κρέα), σάρκα χελιού, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐγχέλειος, η, ον
of an eel, τἀγχέλεια (sub. κρέἀ eel's flesh, Ar.