ἐκπεπληγμένως: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκπεπληγμένως:''' в паническом страхе (διακεῖσθαι Dem.). | |elrutext='''ἐκπεπληγμένως:''' в паническом страхе (διακεῖσθαι Dem.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb from perf. [[pass]]. of [[ἐκπλήσσω]]<br />in [[panic]] [[fear]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv., διακεῖσθαι to be in a state
A of panic, D.Prooem. 39.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπληγμένως: ἐπίρρ., ἐκπ. διακεῖσθαι, διατελεῖν ἐν καταστάσει φόβου πανικοῦ, Δημ. 1447. 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec frayeur.
Étymologie: ἐκπεπληγμένον, part. pf. Pass. de ἐκπλήττω.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἐκπλήσσω con pánico ἐ. διακεῖσθαι D.Prooem.39.1.
Greek Monolingual
βλ. εκπλήττω.
Greek Monotonic
ἐκπεπληγμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπλήσσω, μέσα σε κατάσταση πανικού, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεπληγμένως: в паническом страхе (διακεῖσθαι Dem.).