ἐκφθίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκφθίνω:''' губить, уничтожать, только pass. погибать, пропадать ([[ἐξέφθινται]] νᾶες Aesch.): [[ἐξέφθιτο]] [[ἤϊα]] πάντα Hom. все запасы были съедены.
|elrutext='''ἐκφθίνω:''' губить, уничтожать, только pass. погибать, пропадать ([[ἐξέφθινται]] νᾶες Aesch.): [[ἐξέφθιτο]] [[ἤϊα]] πάντα Hom. все запасы были съедены.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=in 3 plup. [[pass]]., ἐξέφθῐτο<br />ἐξέφθῐτο [[οἶνος]] [[νηῶν]], the [[wine]] had all been consumed out of the ships, had [[vanished]] from the ships, Od.; 3rd pl. perf. [[pass]]. [[ἐξέφθινται]] they [[have]] [[utterly]] perished, Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφθίνω Medium diacritics: ἐκφθίνω Low diacritics: εκφθίνω Capitals: ΕΚΦΘΙΝΩ
Transliteration A: ekphthínō Transliteration B: ekphthinō Transliteration C: ekfthino Beta Code: e)kfqi/nw

English (LSJ)

in Hom. only in 3 plpf. Pass., νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος the wine

   A had all been consumed out of the ships, Od.9.163; νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329; ἐξέφθινται they have utterly perished, A.Pers.679 (lyr.), 927 (anap.).

German (Pape)

[Seite 785] (s. φθίνω), nur im aor. sync. ἐξεφθίμην, gänzlich vernichtet werden; νηῶν οἶνος, war aus den Schiffen aufgezehrt, Od. 9, 163. 12, 329; ἐξέφθινθ' αἱ νᾶες Aesch. Pers. 679; ἄνδρες 891; sp. D., wie Nic. Th. 331.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφθίνω: παρ᾿ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γʹ ἑνικῷ τοῦ παθ. ὑπερσ. ἐξέφθιτο, οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός, «ἐδεδαπάνητο, ἀνήλωτο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 163· νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα Μ. 329· ἐξέφθινται, ὅλως κατεστράφησαν, ἔχουσιν ἀφανισθῆ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 679. 927.

French (Bailly abrégé)

épuiser ou ruiner complètement ; Pass. être complètement épuisé ou ruiné, disparaître, périr.
Étymologie: ἐκ, φθίνω.

English (Autenrieth)

only pass. plup. ἐξέφθιτο, had been consumed out of the ships, Od. 9.163 and Od. 12.329.

Greek Monolingual

ἐκφθίνω (Α)
1. καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι
2. (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς.

Greek Monotonic

ἐκφθίνω: [ῐ], σε γʹ ενικ. Παθ. υπερσ., ἐξέφθῐτο οἶνος νηῶν, όλο το κρασί είχε καταναλωθεί έξω από τα καράβια, είχε εξαφανιστεί από τα καράβια, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. ἐξέφθινται, έχουν ολοκληρωτικά αφανιστεί, εντελώς καταστραφεί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφθίνω: губить, уничтожать, только pass. погибать, пропадать (ἐξέφθινται νᾶες Aesch.): ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα Hom. все запасы были съедены.

Middle Liddell

in 3 plup. pass., ἐξέφθῐτο
ἐξέφθῐτο οἶνος νηῶν, the wine had all been consumed out of the ships, had vanished from the ships, Od.; 3rd pl. perf. pass. ἐξέφθινται they have utterly perished, Aesch.