ἐννεάκρουνος: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐννεάκρουνος:''' -ον, αυτός που έχει [[εννιά]] πηγές, όνομα βρύσης στην Αθήνα, που καλούνταν επίσης <i>Καλλιρόη</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐννεάκρουνος:''' -ον, αυτός που έχει [[εννιά]] πηγές, όνομα βρύσης στην Αθήνα, που καλούνταν επίσης <i>Καλλιρόη</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐννεά-κρουνος, ον<br />with [[nine]] springs, [[name]] of a well at [[Athens]], also called [[Καλλιρρόη]], Hdt., Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεάκρουνος Medium diacritics: ἐννεάκρουνος Low diacritics: εννεάκρουνος Capitals: ΕΝΝΕΑΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: enneákrounos Transliteration B: enneakrounos Transliteration C: enneakrounos Beta Code: e)nnea/krounos

English (LSJ)

ον,

   A with nine spouts, name of a well at Athens, in earlier times (as at this day) called Καλλιρρόη, Hdt.6.137, Th.2.15, Polyzel.2: metaph. of an orator, copious, Lib.Ep.1493.4.

German (Pape)

[Seite 847] mit neun Quellen; ἡ ἐνν., ein Springbrunnen in Athen mit neun Sprudelröhren, der auch καλλιῤῥόη heißt, s. Thuc. 2, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάκρουνος: -ον, ἔχων ἐννέα κρουνούς, ῥέων ἐξ ἐννέα κρουνῶν, ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον ποτὸν Πολύζηλ. ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3. ― Ὡς οὐσιαστ. Ἐννεάκρουνος, ἡ, «κρήνη Ἀθήνησιν ἣν πρότερον Καλλιρρόην ἔλεγον· τῶν δὲ τυράννων οὕτως αὐτὴν κατασκευασάντων ἐκλήθη Ἐννεάκρουνος, ὥς φησι καὶ Θουκυδίδης» Ἡσύχ.· φοιτᾶν... ἐπ’ ὕδωρ ἐπὶ τὴν Ἐννεάκρουνον Ἡρόδ. 6. 137· καὶ κρήνη τῇ νῦν μέν, τῶν τυράννων οὕτω σκευασάντων, Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν, Καλλιρρόῃ ὠνομασμένῃ Θουκ. 2. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à neuf sources ; ἡ ἐννεάκρουνος la fontaine à neuf sources, antér. appelée Καλλιρρόη, à Athènes.
Étymologie: ἐννέα, κρουνός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐννεάκρουνος, -ον)
1. αυτός που έχει εννέα κρουνούς, που χύνεται από εννέα κρουνούς ή πηγές
αρχ.
1. μτφ. (για ρήτορα) χειμαρρώδης, ευφραδής
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ἐννεάκρουνος
πηγή στην αρχαία Αθήνα με εννέα κρουνούς, η Καλλιρρόη, κατά την προηγούμενη ονομασία της.

Greek Monotonic

ἐννεάκρουνος: -ον, αυτός που έχει εννιά πηγές, όνομα βρύσης στην Αθήνα, που καλούνταν επίσης Καλλιρόη, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

ἐννεά-κρουνος, ον
with nine springs, name of a well at Athens, also called Καλλιρρόη, Hdt., Thuc.