ἐσχάριος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐσχάριος:''' (ᾰ) горящий на очаге ([[πῦρ]] Anth.).
|elrutext='''ἐσχάριος:''' (ᾰ) горящий на очаге ([[πῦρ]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐσχάριος]], ον [[ἐσχάρα]]<br />of or on the [[hearth]], Anth.
}}
}}

Revision as of 22:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχάριος Medium diacritics: ἐσχάριος Low diacritics: εσχάριος Capitals: ΕΣΧΑΡΙΟΣ
Transliteration A: eschários Transliteration B: escharios Transliteration C: escharios Beta Code: e)sxa/rios

English (LSJ)

ον,

   A of or on the hearth, πῦρ AP7.210 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1045] zum Heerde gehörig, auf dem Heerde, πῦρ Antip. Sid. 63 (VII, 2101.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχάριος: -ον, ἀνήκων εἰς τὴν ἐσχάραν, τὴν ἑστίαν ἢ κατάλληλος δι᾿ αὐτήν, πῦρ Ἀνθ. Π. 7. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le foyer, l’âtre.
Étymologie: ἐσχάρα.

Greek Monolingual

ἐσχάριος, -ον (Α) εσχάρα
αυτός που ανήκει στην εσχάρα ή είναι κατάλληλος γι' αυτήν.

Greek Monotonic

ἐσχάριος: -ον (ἐσχάρα), κατάλληλος για την σχάρα ή αυτός που ανήκει στην εστία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐσχάριος: (ᾰ) горящий на очаге (πῦρ Anth.).

Middle Liddell

ἐσχάριος, ον ἐσχάρα
of or on the hearth, Anth.