εὐλείμων: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐλείμων:''' 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами ([[νῆσος]] Hom.; ἔαρος [[χάρις]] Anth.).
|elrutext='''εὐλείμων:''' 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами ([[νῆσος]] Hom.; ἔαρος [[χάρις]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=with [[goodly]] meadows, Od., Hhymn.
}}
}}

Revision as of 22:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλείμων Medium diacritics: εὐλείμων Low diacritics: ευλείμων Capitals: ΕΥΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: euleímōn Transliteration B: euleimōn Transliteration C: evleimon Beta Code: eu)lei/mwn

English (LSJ)

( ἐϋ-), ον, gen. ονος,

   A with goodly meadows, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐ. Od.4.607, cf. h.Ap.529, Hes.Fr.134.

German (Pape)

[Seite 1078] ον, mit schönen Wiesen, wiesenreich, Od. 4, 607; ἔαρος χάρις Paul. Sil. 57 (X, 15).

Greek (Liddell-Scott)

εὐλείμων: -ον, ἔχων καλοὺς λειμῶνας, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ.607, πρβλ. Ὁμ Ὑμν. εἰς Ἀπόλλ. 529, Ἡσιόδου Ἀποσπ. 39.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux belles prairies.
Étymologie: εὖ, λειμών.

English (Autenrieth)

with fair meadows, abounding in meadows, Od. 4.607†.

Greek Monolingual

εὐλείμων, -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐλείμων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειμών «λιβάδι»].

Greek Monotonic

εὐλείμων: -ον, αυτός που έχει καλά, εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

εὐλείμων: 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами (νῆσος Hom.; ἔαρος χάρις Anth.).

Middle Liddell

with goodly meadows, Od., Hhymn.