εὔκολπος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔκολπος:''' красиво закругленный ([[λίνον]] Anth.).
|elrutext='''εὔκολπος:''' красиво закругленный ([[λίνον]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-κολπος, ον<br /><b class="num">1.</b> with [[fair]] [[bosom]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> in [[goodly]] folds, of a net, Anth.
}}
}}

Revision as of 22:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκολπος Medium diacritics: εὔκολπος Low diacritics: εύκολπος Capitals: ΕΥΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: eúkolpos Transliteration B: eukolpos Transliteration C: eykolpos Beta Code: eu)/kolpos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful bays, Archestr.Fr.9.3.    2 in goodly folds, of a net, AP6.28 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 1075] schönbusig, Φαλήρου ἀγκῶνες Archestr. bei Ath. VII, 285 b, wie ἠϊόνες Coluth. 228; λίνον, vom Segel, Iul. Aeg. 6 (VI, 28).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκολπος: -ον, ἔχων καλὸν κόλπον, ἐπὶ γυναικός, Χριστοδ. Ἔκφρ. 104. 2) μὲ καλὰς πτυχάς, ἐπὶ δικτύου, Ἀνθ. Π. 6. 28. 3) ἔχων καλοὺς κόλπους, ἐπὶ χώρας, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 285C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au beau sein;
2 bien arrondi;
3 qui forme un beau golfe.
Étymologie: εὖ, κόλπος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκολπος, -ον)
(για τόπους, ακτές κ.λπ.) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια
αρχ.-μσν.
(για δίχτυ) αυτός που έχει ωραίες πτυχές
αρχ.
(για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίο κόλπο («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόλπος.

Greek Monotonic

εὔκολπος: -ον, 1. αυτός που έχει καλό κόλπο, σε Ανθ.
2. καλά πτυχωμένος, λέγεται για δίχτυ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκολπος: красиво закругленный (λίνον Anth.).

Middle Liddell

εὔ-κολπος, ον
1. with fair bosom, Anth.
2. in goodly folds, of a net, Anth.