ἐπίλαμπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίλαμπτος:''' Her. = [[ἐπίληπτος]]. | |elrutext='''ἐπίλαμπτος:''' Her. = [[ἐπίληπτος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐπίλαμπτος]], ον [ionic for [[ἐπίληπτος]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 22:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, Ion. for ἐπίληπτος.
German (Pape)
[Seite 956] ion. = ἐπίληπτος, dabei ertappt, z. B. ἀφάσσουσα, beim Zufühlen, Her. 3, 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλαμπτος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἐπίληπτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ion. c. ἐπίληπτος.
Greek Monolingual
-ον (Α)
βλ. επίληπτος.
Greek Monotonic
ἐπίλαμπτος: -ον, Ιων. αντί ἐπίληπτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίλαμπτος: Her. = ἐπίληπτος.
Middle Liddell
ἐπίλαμπτος, ον [ionic for ἐπίληπτος.]