ἡδύγλωσσος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡδύγλωσσος:''' только дор. ἁδύγλωσσος 2 (ᾱ) сладкозвучный, певучий ([[βοά]] Pind.). | |elrutext='''ἡδύγλωσσος:''' только дор. ἁδύγλωσσος 2 (ᾱ) сладкозвучный, певучий ([[βοά]] Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἡδύ-γλωσσος, ον [[γλῶσσα]]<br />[[sweet]]-tongued, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. ἁδ-, ον,
A sweet-tongued, βοά Pi.O.13.100.
German (Pape)
[Seite 1153] βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύγλωσσος: -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, ἡδέως ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, γλυκύτης γλώσσης, ὁμιλίας.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, γλῶσσα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].
Greek Monotonic
ἡδύγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύγλωσσος: только дор. ἁδύγλωσσος 2 (ᾱ) сладкозвучный, певучий (βοά Pind.).