ἤια: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(2b) |
(1ab) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἤῐα:''' <b class="num">III</b> τά мякина, солома (καρφαλέα Hom.).<br />ίων τά (в арсисе - ῑ) [предполож. [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> съестные припасы на дорогу, дорожный запас пищи: ἤ. [[νηός]] Hom. продовольственные запасы корабля;<br /><b class="num">2)</b> пища, добыча (θώων παρδαλίων τε λύκων τε Hom.). | |elrutext='''ἤῐα:''' <b class="num">III</b> τά мякина, солома (καρφαλέα Hom.).<br />ίων τά (в арсисе - ῑ) [предполож. [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> съестные припасы на дорогу, дорожный запас пищи: ἤ. [[νηός]] Hom. продовольственные запасы корабля;<br /><b class="num">2)</b> пища, добыча (θώων παρδαλίων τε λύκων τε Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> provisions for a [[journey]], epic [[word]] for [[ἐφόδια]], Lat. [[viaticum]], Hom.:—[[generally]], λύκων ἤια [[food]] for wolves, Il.<br /><b class="num">II.</b> husks or [[chaff]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ἤια: συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ ταξείδιον, ζωοτροφίαι, Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἐφόδια, Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - καθόλου, ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ ἄνεμος... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον ἤιον, μετὰ τῆς ἑρμηνείας: παρειά, γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. τύπος δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.
Greek Monotonic
ἤια: Ιων. αντί ᾔειν, παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).
• ἤια: συνηρ. ᾖα, τά, προμήθειες για ταξίδι, ζωοτροφές, Επικ. λέξη για τα ἐφόδια, Λατ. viaticum, σε Όμηρ.· γενικά, λύκων ἤια, τροφή, βορά για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἤῐα: III τά мякина, солома (καρφαλέα Hom.).
ίων τά (в арсисе - ῑ) [предполож. εἶμι
1) съестные припасы на дорогу, дорожный запас пищи: ἤ. νηός Hom. продовольственные запасы корабля;
2) пища, добыча (θώων παρδαλίων τε λύκων τε Hom.).
Middle Liddell
I. provisions for a journey, epic word for ἐφόδια, Lat. viaticum, Hom.:—generally, λύκων ἤια food for wolves, Il.
II. husks or chaff, Od.