ἠπιόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠπιόθῡμος:''' -ον, [[πράος]] ως προς τη [[διάθεση]], [[φιλήσυχος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἠπιόθῡμος:''' -ον, [[πράος]] ως προς τη [[διάθεση]], [[φιλήσυχος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἠπιό-θῡμος, ον<br />[[gentle]] of [[mood]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A gentle of mood, APl.4.65, Orph.H.59.15.
German (Pape)
[Seite 1174] sanftmüthig, Ep. (Plan. 65) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόθῡμος: -ον, πρᾷος τὴν διάθεσιν, Ἀνθ. Πλαν. 65, Ὀρφ. Ὕμν. 58. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un caractère doux.
Étymologie: ἤπιος, θυμός.
Greek Monolingual
ἠπιόθυμος, -ον (Α)
ο πράος στη διάθεση, ο ήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -θυμoς (< θυμός), πρβλ. οξύ-θυμος].
Greek Monotonic
ἠπιόθῡμος: -ον, πράος ως προς τη διάθεση, φιλήσυχος, σε Ανθ.