ἠθοποιέω: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἠθοποιέω:''' <b class="num">1)</b> формировать характер, воспитывать нравы (τῇ μιμήσει Plut.);<br /><b class="num">2)</b> воспитывать, нравственно определять (τὴν ψυχήν Sext.; τὴν τοῦ δήμου φύσιν Plut.). | |elrutext='''ἠθοποιέω:''' <b class="num">1)</b> формировать характер, воспитывать нравы (τῇ μιμήσει Plut.);<br /><b class="num">2)</b> воспитывать, нравственно определять (τὴν ψυχήν Sext.; τὴν τοῦ δήμου φύσιν Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἠθοποιέω]],<br />to [[form]] [[manners]] or [[character]], Plut. [from [[ἠθοποιός]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 9 January 2019
English (LSJ)
A mould the character of a person, τὸν θεατήν Plu.Per.2; τὴν ψυχήν S.E.M.6.30. II express or delineate character, D.H. Lys.19: c. acc., τὸ σχῆμα τῆς γυναικός Aps.p.322 H.
German (Pape)
[Seite 1156] = ἠθολογέω, vgl. D. Hal. de Lys. 19 αὐτὸς ἠθοποιεῖ καὶ κατασκευάζει τὰ πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστὰ καὶ χρηστά; – die Sitten, den Charakter bilden, Plut. Pericl. 2 u. öfter; καὶ μεθαρμόττειν τὴν φύσιν τοῦ δήμου reipubl. ger. praec. 3, vom Wein ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων ἠθοποιεῖ τὸν πίνοντα καὶ μεθίστησιν, im Ggstz ἐν ἀρχῇ μὲν ὑπὸ τῶν ἠθῶν κρατεῖται τοῦ πί. νοντος. Oft Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθοποιέω: μορφώνω τὰ ἤθη, τὸν χαρακτῆρα, Πλούτ. Περικλ. 2· ἠθ. τὴν ψυχὴν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 30. ΙΙ. ἐκφράζω, διαγράφω ταῦτα, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 19.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
façonner les mœurs, former le caractère.
Étymologie: ἠθοποιός.
Greek Monotonic
ἠθοποιέω: διαμορφώνω ήθη ή χαρακτήρα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἠθοποιέω: 1) формировать характер, воспитывать нравы (τῇ μιμήσει Plut.);
2) воспитывать, нравственно определять (τὴν ψυχήν Sext.; τὴν τοῦ δήμου φύσιν Plut.).