ἰδιόμορφος: Difference between revisions
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰδιόμορφος:''' своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.). | |elrutext='''ἰδιόμορφος:''' своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰδιό-μορφος, ον [μόρφη]<br />of [[peculiar]] [[form]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of peculiar form, Thphr.HP9.13.6, Str.4.6.10, Plu.Mar.25.
German (Pape)
[Seite 1236] von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόμορφος: -ον, ἔχων ἰδίαν μορφήν, Στράβ. 207, Πλουτ. Μάρ. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une forme particulière.
Étymologie: ἴδιος, μορφή.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος, τερατό-μορφος].
Greek Monotonic
ἰδιόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει περίεργη μορφή, ιδιαίτερη μορφή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιόμορφος: своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.).