θιασάρχης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θιᾰσάρχης:''' ου ὁ тиасарх, предводитель вакхической толпы Luc.
|elrutext='''θιᾰσάρχης:''' ου ὁ тиасарх, предводитель вакхической толпы Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θιᾰσ-άρχης, ου,<br />the [[leader]] of a [[θίασος]], Luc.
}}
}}

Revision as of 23:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐᾰσάρχης Medium diacritics: θιασάρχης Low diacritics: θιασάρχης Capitals: ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Transliteration A: thiasárchēs Transliteration B: thiasarchēs Transliteration C: thiasarchis Beta Code: qiasa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A leader of a θίασος, Luc.Peregr.11.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ, Vorsteher, Anführer eines θίασος, Luc. Peregr. 11.

Greek (Liddell-Scott)

θιᾰσάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς θιάσου, Λουκ. Περεγρ. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d’un thiase, qui organise et dirige un thiase.
Étymologie: θίασος, ἄρχω.

Greek Monolingual

ο (Α θιασάρχης)
νεοελλ.
αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών
αρχ.
αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν του Βάκχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + -άρχης (πρβλ. δεκατ-άρχης, πολιτ-άρχης, τελετ-άρχης].

Greek Monotonic

θιᾰσάρχης: -ου, ὁ, ο αρχηγός ενός θιάσου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θιᾰσάρχης: ου ὁ тиасарх, предводитель вакхической толпы Luc.

Middle Liddell

θιᾰσ-άρχης, ου,
the leader of a θίασος, Luc.