θρασυκάρδιος: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(2b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θρᾰσῠκάρδιος:''' с отважным сердцем, храбрый, дерзновенный Hom., Hes. | |elrutext='''θρᾰσῠκάρδιος:''' с отважным сердцем, храбрый, дерзновенный Hom., Hes. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θρᾰσυ-κάρδιος, ον [[καρδία]]<br />[[bold]] of [[heart]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A bold of heart, Il.10.41, 13.343, Hes.Sc.448, Anacr.1.5, B.19.5.
German (Pape)
[Seite 1216] kühnherzig, muthig; Il. 10, 41. 13, 343; Hes. Sc. 448.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυκάρδιος: ον. γενναιόκαρδος, «εὔτολμος» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur intrépide.
Étymologie: θρασύς, καρδία.
English (Autenrieth)
stout-hearted. (Il.)
Greek Monolingual
θρασυκάρδιος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυθάδης
αρχ.
τολμηρός, γενναιόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ-κάρδιος, σπαραξι-κάρδιος].
Greek Monotonic
θρᾰσυκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που έχει γενναία καρδιά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσῠκάρδιος: с отважным сердцем, храбрый, дерзновенный Hom., Hes.