ζηλοδοτήρ: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(2b) |
(1ab) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ζηλοδοτήρ:''' ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.). | |elrutext='''ζηλοδοτήρ:''' ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ζηλο-[[δοτήρ]], ῆρος,<br />[[giver]] of [[bliss]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1138] ῆρος, ὁ, heißt Dionysus, Anth. IX, 524, 7, der Leidenschaft od. edles Streben erweckt.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, πάροχος εὐδαιμονίας, μακαριότητος, κατ’ ἄλλους, ὁ ἐμβάλλων εὐγενῆ ὁρμήν, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524, 7.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui procure des biens enviables (Bacchus).
Étymologie: ζῆλος, δοτήρ.
Greek Monolingual
ζηλοδοτήρ, -ῆρος, ό (Α)
αυτός που διεγείρει τον ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + δοτήρ (< δίδωμι.
Greek Monotonic
ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζηλοδοτήρ: ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.).