ἱστότονος: Difference between revisions
From LSJ
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱστότονος:''' натянутый на ткацком станке (πηνίσματα Arph.). | |elrutext='''ἱστότονος:''' натянутый на ткацком станке (πηνίσματα Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱστό-τονος, ον [[τείνω]]<br />stretched in the [[loom]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A stretched on the loom, πηνίσματα v.l. in the codd. other than Rav. for ἱστόπονα, Ar.Ra.1315; κερκίς E.Hyps.Fr.1 ii 10 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1271] über den Webstuhl gespannt, Ar. Ran. 1315, von Spinngeweben.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστότονος: -ον, τεταμένος ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ («ἀργαλειοῦ»), ἱστότονα πηνίσματα, «τοὺς ἱστοὺς οὓς ἐν τῷ ἀέρι αἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1315.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tendu sur un métier de tisserand.
Étymologie: ἱστός, τείνω.
Greek Monolingual
ἱστότονος, -ον (Α)
τεντωμένος πάνω στον αργαλειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. ασκό-τονος, χορδό-τονος].
Greek Monotonic
ἱστότονος: -ον (τείνω), αυτός που είναι τεντωμένος στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἱστότονος: натянутый на ткацком станке (πηνίσματα Arph.).