ἰσομεγέθης: Difference between revisions
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσομεγέθης:''' равный по величине, одинаковый по размерам Xen., Polyb., Plut. | |elrutext='''ἰσομεγέθης:''' равный по величине, одинаковый по размерам Xen., Polyb., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰσο-μεγέθης, ες [[μέγεθος]]<br />[[equal]] in [[size]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ες,
A equal in size, X.Cyn.5.29, Plb.10.44.2, Phld.Mort.3, Herod.Med. ap. Orib.10.8.2: c. dat., κύστις ἰ. ληκύθῳ Aen.Tact.31.10; ἰ. γῇ Jul.Gal. 135c. Adv. -θως Aristid.Quint.3.6.
German (Pape)
[Seite 1265] ες, gleich groß; Xen. Cyn. 5, 29; Pol. 10, 44, 2. – Adv., Arist. Quint.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομεγέθης: -ες, ἴσος κατὰ τὸ μέγεθος, Ξεν. Κυν. 5. 29, Πολύβ. 10. 44, 2. - Ἐπίρρ. -θως, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 123.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
égal en grandeur, de même grandeur.
Étymologie: ἴσος, μέγεθος.
Greek Monolingual
μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, -μέγεθες)
αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος.
επίρρ...
ἰσομεγέθως (Α)
με ισομεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρο-μεγέθης, μικρο-μεγέθης].
Greek Monotonic
ἰσομεγέθης: -ες (μέγεθος), ισομεγέθης, ίσος στο μέγεθος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομεγέθης: равный по величине, одинаковый по размерам Xen., Polyb., Plut.