καθαρτής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(nl)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καθαρτής -οῦ, ὁ [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.
|elnltext=καθαρτής -οῦ, ὁ [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰθαρτής, οῦ, [[καθαίρω]]<br />a [[cleanser]] from [[guilt]] or [[defilement]], [[purifier]], Soph., Ar., etc.
}}
}}

Revision as of 23:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρτής Medium diacritics: καθαρτής Low diacritics: καθαρτής Capitals: ΚΑΘΑΡΤΗΣ
Transliteration A: kathartḗs Transliteration B: kathartēs Transliteration C: kathartis Beta Code: kaqarth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A cleanser, purifier, μάγοι καὶ κ. Hp.Morb. Sacr.1, cf. D.Chr.4.89(pl.); σοῦ γὰρ ἔρχομαι . . κ. S.El.70; στρατοῦ κ. Id.Fr.34; τῆς χώρας Ar.V.1043; ποταμῶν Plu.Luc.26; θηρίων, of Heracles, Max.Tyr.21.6: metaph., δοξῶν . . . περὶ ψυχὴν κ. εἶναι Pl.Sph. 231e; as occupational name, IG5(1).209.25 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1282] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρτής: -οῦ, ὁ, (καθαίρω) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ ἔρχομαι…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. εἶναι Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. καθαρτήρ.

Greek Monolingual

ο (Α καθαρτής, θηλ. καθάρτρια) καθαίρω
αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από ενοχή ή από μίασμα («σοῡ γὰρ ἔρχομαι δίκη καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», Σοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae.

Greek Monotonic

κᾰθαρτής: -ου, ὁ (καθαίρω), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το μίασμα, εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαρτής: οῦ ὁ
1) очиститель, производящий очистку (ποταμῶν Plut.);
2) освободитель, избавитель (δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι Plat.);
3) очиститель (от грехов), искупитель (τῆς χώρας Arph.): σοῦ ἔρχομαι κ. Soph. прихожу, чтобы очистить тебя от проклятия.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρτής -οῦ, ὁ [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.

Middle Liddell

κᾰθαρτής, οῦ, καθαίρω
a cleanser from guilt or defilement, purifier, Soph., Ar., etc.