θυηδόχος: Difference between revisions

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
(2b)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θυηδόχος:''' получающий благовония, т. е. служащий для (культовых) курений ([[τράπεζα]] Anth.).
|elrutext='''θυηδόχος:''' получающий благовония, т. е. служащий для (культовых) курений ([[τράπεζα]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυη-δόχος, ον [[θύος]], [[δέχομαι]]<br />receiving [[incense]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:45, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1221] Weihrauch empfangend, τράπεζα Gregor. ep. (VIII, 25).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit des parfums.
Étymologie: θύος, δέχομαι.

Greek Monolingual

θυηδόχος, -ον (Α)
(για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμαθυηδόχος τράπεζα», ΑΠ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-πόλος, θυη-φάγος) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος, παραγγελιο-δόχος].

Greek Monotonic

θυηδόχος: -ον (θύος, δέχομαι), αυτός που δέχεται λιβάνι, θυμίαμα σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θυηδόχος: получающий благовония, т. е. служащий для (культовых) курений (τράπεζα Anth.).

Middle Liddell

θυη-δόχος, ον θύος, δέχομαι
receiving incense, Anth.