κακόνους: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(nl)
(1ab)
Line 7: Line 7:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.
|elnltext=κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-νους, ουν<br />ill-disposed, [[disaffected]], Ar., Thuc., etc.:— [[bearing]] [[malice]] [[against]], τινι Xen.:—Sup. κακονούστατος Dem.
}}
}}

Revision as of 23:55, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόνοος.

Greek Monolingual

-oυν (AM κακόνους, -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)
αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.).
επίρρ...
κακονόως και κακόνως (Α)
με δυσμένεια, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νους (< νοῦς), πρβλ. υγρό-νους, φαιδρό-νους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.

Middle Liddell

κᾰκό-νους, ουν
ill-disposed, disaffected, Ar., Thuc., etc.:— bearing malice against, τινι Xen.:—Sup. κακονούστατος Dem.