κατακλινής: Difference between revisions
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατακλῐνής:'''<br /><b class="num">1)</b> лежащий в постели, т. е. больной (Polyb. - v. l. κατὰ κλίνην);<br /><b class="num">2)</b> наклонный, крутой ([[ἀταρπός]] Anth.). | |elrutext='''κατακλῐνής:'''<br /><b class="num">1)</b> лежащий в постели, т. е. больной (Polyb. - v. l. κατὰ κλίνην);<br /><b class="num">2)</b> наклонный, крутой ([[ἀταρπός]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κατακλῐνής, ές<br />[[sloping]], Anth. [from κατακλί¯νω] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A bed-ridden, Hp.Epid.3.17.β, PRyl.124.26(i A. D.), dub. l. in Plb.31.13.7. II sloping, ἀταρπός Leonid. ap. Stob.4.52.28; γεώλοφος D.H.5.38. 2 hanging down, Thphr.CP2.9.11.
German (Pape)
[Seite 1353] ές, hingestreckt liegend, auf dem Bette, von Kranken, Pol. 31, 21, 7; – abschüssig, ἀταρπός Leon. Tar. 68 (App. 48); ἐπὶ γεωλόφου τινὸς ἠρέμα κατακλινοῦς D. Hal. 5, 38.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλῐνής: -ές, κατακεκλιμένος ἢ ἀνακείμενος ἐπὶ κλίνης, κλινήρης, κλινοπετής, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ´, 1096, Πολύβ. 31. 21, 7. ΙΙ. κατωφερής, κατάντης, ἐπικλινής, ἀταρπὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 48∙ γεώλοφος ἡρέμα κ. Διον. Ἁλ. 5. 38.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 couché;
2 incliné, qui va en pente.
Étymologie: κατακλίνω.
Greek Monolingual
-ές (Α κατακλινής, -ές) κατακλίνω
αυτός που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («ἠσθενηκότα μένειν κατακλινῆ», Πολ.)
αρχ.
1. μισοξαπλωμένος, ανακείμενος στο ανάκλιντρο
2. κατηφορικός
3. απόκρημνος.
Greek Monotonic
κατακλῐνής: -ές, κατηφορικός, επικλινής, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατακλινής -ές [κατακλίνω] bedlegerig.
Russian (Dvoretsky)
κατακλῐνής:
1) лежащий в постели, т. е. больной (Polyb. - v. l. κατὰ κλίνην);
2) наклонный, крутой (ἀταρπός Anth.).
Middle Liddell
κατακλῐνής, ές
sloping, Anth. [from κατακλί¯νω]