κατάκρημνος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάκρημνος:''' обрывистый, крутой ([[χῶρος]] Batr.). | |elrutext='''κατάκρημνος:''' обрывистый, крутой ([[χῶρος]] Batr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κατά]]-κρημνος, ον<br />[[steep]] and [[rugged]], Batr. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A steep and rugged, Χῶρος Batr.154, cf. Gp.18.18.2.
German (Pape)
[Seite 1356] abschüssig, steil; χῶρος Batrach. 153; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρημνος: -ον, ἀπόκρημνος, τραχύς, ἀπότομος, κατάντης, χῶρος Βατραχομυομ. 154, Γεωπ. 18. 18, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
en précipice, escarpé.
Étymologie: κατά, κρημνός.
Greek Monolingual
κατάκρημνος, -ον (AM)
απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από-κρημνος, περί-κρημνος].
Greek Monotonic
κατάκρημνος: -ον, απόκρημνος, τραχύς, απότομος, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρημνος: обрывистый, крутой (χῶρος Batr.).