καταμεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-μεθύσκω dronken voeren.
|elnltext=κατα-μεθύσκω dronken voeren.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -εμέθῠσα<br />Causal, to make [[quite]] [[drunk]], Hdt., Plat.
}}
}}

Revision as of 00:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμεθύσκω Medium diacritics: καταμεθύσκω Low diacritics: καταμεθύσκω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΘΥΣΚΩ
Transliteration A: katamethýskō Transliteration B: katamethyskō Transliteration C: katamethysko Beta Code: katamequ/skw

English (LSJ)

aor. -εμέθῠσα, causal,

   A make drunk, Hdt.1.106, 2.121.έ, Pl.Grg.471b, etc.; εὐτυχία -ύσκουσα τοῖς ἀγαθοῖς τὰν διάνοιαν Archyt. ap. Stob.3.1.114:—Pass., to be made quite drunk, ὑπό τινος D.S.4.84: abs., get drunk, Plb.5.39.2.

German (Pape)

[Seite 1363] (s. μεθύσκω), berauschen, trunken machen; aor., τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον, Her. 1, 106, wie Plat. Gorg. 471 b; Archyt. Stob. fl. 1, 79 u. Sp. Das praes. erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμεθύσκω: ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, ἐμβάλλω εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ· ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.

French (Bailly abrégé)

impf. κατεμέθυσκον, ao. κατεμέθυσα;
enivrer.
Étymologie: κατά, μεθύσκω.

Greek Monolingual

καταμεθύσκω (Α)
κάνω κάποιον να μεθύσει τελείως.

Greek Monotonic

καταμεθύσκω: αόρ. αʹ -εμέθῠσα, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταμεθύσκω: (aor. κατεμέθυσα) поить допьяна, опьянять (τινά Her., Plat.); pass. быть подпаиваемым (ὑπό τινος Diod.) или напиваться, быть пьяным Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μεθύσκω dronken voeren.

Middle Liddell

aor1 -εμέθῠσα
Causal, to make quite drunk, Hdt., Plat.