καταφαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(nl)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.
|elnltext=καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[serving as aor2 to [[κατεσθίω]]<br /><b class="num">1.</b> to [[devour]], eat up, Il., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[spend]] in [[eating]], [[waste]], [[devour]], Od., Aeschin.
}}
}}

Revision as of 00:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφᾰγεῖν Medium diacritics: καταφαγεῖν Low diacritics: καταφαγείν Capitals: ΚΑΤΑΦΑΓΕΙΝ
Transliteration A: kataphageîn Transliteration B: kataphagein Transliteration C: katafagein Beta Code: katafagei=n

English (LSJ)

serving as aor. 2 to κατεσθίω (q. v.); Dor. inf. -ῆμεν Epich.42.4: later fut.

   A καταφάγομαι LXX 3 Ki.12.24m, PIand.26.23,34 (i A. D.), Gloss.:—devour, eat up, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν' ἔφαγε Il.2.317, cf. Hdt.2.141 (tm.), 3.25, Eup.352, Luc.Merc.Cond.17.    2 spend in eating, waste, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od.3.315, 15.12; τὴν πατρῴαν οὐσίαν Aeschin.1.96; πατρῴαν γῆν Men.349.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταφᾰγεῖν: χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β´ τοῦ κατεσθίω (ὃ ἴδε)· ― κατατρώγω, ἀφανίζω, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν᾿ ἔφαγε Ἰλ. Β. 317· πρβλ. Ἐπίχ. παρ᾿ Ἀθην. 85D, Ἡρόδ. 2. 141., 3. 35. 2) δαπανῶ εἰς φαγητὸν, κατατρώγων, ἀφανίζω, κατασπαταλῶ (κατοψοφαγῶ), μήτοι κατὰ πάντα φάγωσιν κτήματα Ὀδ. Γ. 315., Ο. 12, πρβλ. Αἰσχίν. 18. 38, Λουκ. μισθ. Συνόντ. 17· πατρῴαν γῆν Μένανδρ. ἐν «Ναυκλ.» 2, πρβλ. καταπίνω ΙΙ. 2·― ὑπάρχει μέλλ. καταφάγομαι παρὰ τοῖς Ἑβδ., τὸν τεθνηκότα οἱ κύνες καταφάγονται (πρβλ. ἔδομαι).

Greek Monotonic

καταφᾰγεῖν: λειτουργεί ως αόρ. βʹ του κατ-εσθίω,
1. καταβροχθίζω, κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. καταναλώνω, δαπανώ στο φαγητό, αφανίζω, κατασπαταλώ, σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

καταφαγεῖν: inf. aor. 2 к κατεσθίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.

Middle Liddell

[serving as aor2 to κατεσθίω
1. to devour, eat up, Il., Hdt.
2. to spend in eating, waste, devour, Od., Aeschin.