προσδεής: Difference between revisions
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσδεής -ές [προσδέομαι] ook nog nodig hebbend, met gen. | |elnltext=προσδεής -ές [προσδέομαι] ook nog nodig hebbend, met gen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=προσ-δεής, ές [δέω2]<br />needing [[besides]], yet [[lacking]], τινος Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A needing besides, yet lacking, τινος Pl.Ti.33d, Luc. Demon.4, Poll.5.170.
German (Pape)
[Seite 754] ές, noch dazu bedürfend, bedürftig, c. gen., Plat. Tim. 33 d u. Sp., wie Luc. Demon. 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσδεής: -ές, ὁ ἔχων χρείαν τινὸς προσέτι, τινος Πλάτ. Τίμ. 33D, Λουκ. Δημώνακτ. βίος 4, Πολυδ. Ε΄, 170.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a encore besoin de, gén..
Étymologie: προσδέομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. εν-δεής].
Greek Monotonic
προσδεής: -ές (δέω Β), αυτός που έχει επιπλέον ανάγκη, αυτός που έχει ακόμα έλλειψη, τινος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσδεής: сверх того нуждающийся, имеющий надобность (τινος Plut., Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσδεής -ές [προσδέομαι] ook nog nodig hebbend, met gen.
Middle Liddell
προσ-δεής, ές [δέω2]
needing besides, yet lacking, τινος Plat.