Ῥοδιακός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Ῥοδιακός:''' Arst. = [[Ῥόδιος]] I.
|elrutext='''Ῥοδιακός:''' Arst. = [[Ῥόδιος]] I.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Ῥοδιακός]], ή, όν [[Ῥόδος]]<br />Rhodian, of [[Rhodes]], Strab.: —also [[Ῥόδιος]], η, ον, Il., Xen.
}}
}}

Revision as of 00:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ῥοδιᾰκός Medium diacritics: Ῥοδιακός Low diacritics: Ροδιακός Capitals: ΡΟΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Rhodiakós Transliteration B: Rhodiakos Transliteration C: Rodiakos Beta Code: *(rodiako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of Rhodes, Str.2.5.14:—Ῥοδιακόν (sc. σκύφος), τό, a kind of cup made at Rhodes, Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ χυτρίς, Arist.Fr.110; Ῥοδιακή alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and Ῥοδιάς, άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

Ῥοδιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 ὡσαύτως Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. σκύφος), τό, εἶδος ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ χυτρίς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Rhodes, rhodien.
Étymologie: Ῥόδος.

Greek Monotonic

Ῥοδιακός: -ή, -όν (Ῥόδος), Ρόδιος, Ροδίτης, αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, Ῥόδιος, , -ον (Ῥόδος), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

Ῥοδιακός: Arst. = Ῥόδιος I.

Middle Liddell

Ῥοδιακός, ή, όν Ῥόδος
Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.