Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαιβοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥαιβοσκελής:''' кривоногий ([[πάγουρος]] Anth.).
|elrutext='''ῥαιβοσκελής:''' кривоногий ([[πάγουρος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥαιβο-σκελής, ές [[σκέλος]]<br />[[crook]]-legged, Anth.
}}
}}

Revision as of 00:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιβοσκελής Medium diacritics: ῥαιβοσκελής Low diacritics: ραιβοσκελής Capitals: ΡΑΙΒΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: rhaiboskelḗs Transliteration B: rhaiboskelēs Transliteration C: raivoskelis Beta Code: r(aiboskelh/s

English (LSJ)

ές, (σκέλος)

   A bandy-legged, πάγουρος AP6.196 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 832] ές, mit einwärts gebogenen Füßen, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοσκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τὰ σκέλη ῥαιβά, καμπύλα πρὸς τὸ ἔνδον, «στραβοπόδης», πάγουρος Ἀνθολ. Π. 6. 196.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux jambes tortues, cagneux.
Étymologie: ῥαιβός, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές / ῥαιβοσκελής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].

Greek Monotonic

ῥαιβοσκελής: -ές (σκέλος), στραβοπόδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥαιβοσκελής: кривоногий (πάγουρος Anth.).

Middle Liddell

ῥαιβο-σκελής, ές σκέλος
crook-legged, Anth.