ῥύσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥύσκομαι:''' = [[ῥύομαι]]· <i>ῥύσκευ</i>, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ῥύσκομαι:''' = [[ῥύομαι]]· <i>ῥύσκευ</i>, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥύσκομαι]], = [[ῥύομαι]]; ῥύσκευ, epic 2nd sg. imperf., Il.]
}}
}}

Revision as of 00:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύσκομαι Medium diacritics: ῥύσκομαι Low diacritics: ρύσκομαι Capitals: ΡΥΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: rhýskomai Transliteration B: rhyskomai Transliteration C: ryskomai Beta Code: r(u/skomai

English (LSJ)

   A v. ρύω (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. ῥυθμός, ῥυθμόω.

German (Pape)

[Seite 853] Nebenform von ῥύομαι, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Il. 24, 729.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύσκομαι: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥύομαι· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730.

Greek Monolingual

Α
παρλλ. τ. του ῥύομαι («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα -σκω / -σκομαι (πρβλ. βιώ-σκομαι)].

Greek Monotonic

ῥύσκομαι: = ῥύομαι· ῥύσκευ, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ῥύσκομαι, = ῥύομαι; ῥύσκευ, epic 2nd sg. imperf., Il.]