στέργημα: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στέργημα:''' ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью. | |elrutext='''στέργημα:''' ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στέργημα]], ατος, τό,<br />a [[love]]-[[charm]], τινος to [[influence]] him, Soph. [from [[στέργω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A love-charm, τινος to influence him, S.Tr.1138.
German (Pape)
[Seite 936] τό, = στέργηθρον, Soph. Trach. 1128.
Greek (Liddell-Scott)
στέργημα: τό, φίλτρον, φυλακτήριον ἔρωτος, «μάγια», τινός, ὅπως ἐπιδράσῃ εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 1138.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
philtre amoureux.
Étymologie: στέργω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α στέργω
στέργηθρον.
Greek Monotonic
στέργημα: -ατος, τό, φίλτρο έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, τινος, για να ασκήσουν επίδραση πάνω του, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
στέργημα: ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью.
Middle Liddell
στέργημα, ατος, τό,
a love-charm, τινος to influence him, Soph. [from στέργω