συβώτης: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συβώτης -ου, ὁ [σῦς, βόσκω] ep. gen. -εω Od. 14.459, zwijnenhoeder. | |elnltext=συβώτης -ου, ὁ [σῦς, βόσκω] ep. gen. -εω Od. 14.459, zwijnenhoeder. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῠ-[[βώτης]], ου, ὁ, [σῦς, [[βόσκω]]<br />a [[swineherd]], Od., Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, (σῦς, βόσκω)
A swineherd, Od.4.640, 14.420, Hdt.2.47,48, Pl.R.373c, etc.
German (Pape)
[Seite 961] ὁ, Sauhirt, Schweinehirt; Od. 4, 640 u. öfter; Her. 2, 47. 48; Plat. Theaet. 174, d; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
σῠβώτης: -ου, ὁ, (σῦς, βόσκω) χοιροβοσκός, Ὀδ. Δ. 640, Ξ. 420, Ἡρόδ. 2. 47, 48, Πλάτ., κλπ.· πρβλ. συβότης, ὑφορβός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gén. épq. -εω;
gardeur de pourceaux, porcher.
Étymologie: σῦς, βόσκω.
English (Autenrieth)
(βόσκω), -εω: swineherd. (Od.)
Greek Monolingual
και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α
χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -βώτης / -βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο-βώτης / ἱππο-βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)].
Greek Monotonic
σῠβώτης: -ου, ὁ (σῦς, βόσκω), χοιροβοσκός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
σῠβώτης: ου, эп. εω ὁ свинопас Hom., Her., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συβώτης -ου, ὁ [σῦς, βόσκω] ep. gen. -εω Od. 14.459, zwijnenhoeder.