τετραμοιρία: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετρᾰμοιρία:''' ἡ вчетверо большее количество, четверной пай Xen.
|elrutext='''τετρᾰμοιρία:''' ἡ вчетверо большее количество, четверной пай Xen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾰμοιρία, ἡ,<br />a [[four]]-[[fold]] [[portion]], Xen. [from [[τετράμοιρος]]
}}
}}

Revision as of 01:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμοιρία Medium diacritics: τετραμοιρία Low diacritics: τετραμοιρία Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: tetramoiría Transliteration B: tetramoiria Transliteration C: tetramoiria Beta Code: tetramoiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a fourfold portion, X.An.7.2.36, 7.6.1.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, die vierfache Portion, Xen. An. 7, 2, 36.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλῆ μερίς, τὸ τετραπλοῦν, τῷ μὲν στρατιώτῃ Κυζικηνόν, τῷ δὲ λογαχῷ διμοιρίαν, τῷ δὲ στρατηγῷ τετραμοιρίαν, δηλ. τέσσαρας Κυζικηνοὺς στατῆρας, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 36., 6. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
part quadruple.
Étymologie: τετράμοιρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α τετράμοιρος
τέσσερεις φορές μεγαλύτερη μοίρα ή μερίδα.

Greek Monotonic

τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλή μερίδα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰμοιρία: ἡ вчетверо большее количество, четверной пай Xen.

Middle Liddell

τετρᾰμοιρία, ἡ,
a four-fold portion, Xen. [from τετράμοιρος