τιμαλφής: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῑμαλφής:''' [[ἀλφάνω]]<br /><b class="num">1)</b> чтимый, прославляемый Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> высоко ценимый ([[κτῆμα]] Plat.): χρυσοῦ τ. [[φόρτος]] Luc. драгоценный груз золота.
|elrutext='''τῑμαλφής:''' [[ἀλφάνω]]<br /><b class="num">1)</b> чтимый, прославляемый Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> высоко ценимый ([[κτῆμα]] Plat.): χρυσοῦ τ. [[φόρτος]] Luc. драгоценный груз золота.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῐμ-αλφής, ές [[τιμή]], ἀλφεῖν]<br />fetching a [[prize]], [[costly]], [[precious]], Plat.
}}
}}

Revision as of 01:51, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμαλφής Medium diacritics: τιμαλφής Low diacritics: τιμαλφής Capitals: ΤΙΜΑΛΦΗΣ
Transliteration A: timalphḗs Transliteration B: timalphēs Transliteration C: timalfis Beta Code: timalfh/s

English (LSJ)

ές, (τιμή, ἀλφεῖν)

   A fetching a prize, costly, precious, A.Fr.56, Ion Trag.43; -έστατον κτῆμα Pl.Ti.59b; πρᾶγμα χρυσοῦ -έστερον Nicostr. ap. Stob.4.23.62, cf. Ph. 1.157; πάντα μου τὰ -έστατα κτήματα Gal.14.66.

German (Pape)

[Seite 1114] ές, was einen Preis oder Werth findet, übh. geschätzt, geehrt, werthvoll; Aesch. frg. 47; τιμαλφέστατον κτῆμα, Plat. Tim. 59 b; φόρτος, Luc. epigr. 17 (XI, 432), u. öfter bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τιμαλφής: -ές, (τιμή, ἀλφεῖν) ὁ τιμὴν ἀποφέρων, τίμιος, πολυτελής, πολύτιμος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 53· τιμαλφέστατον κτῆμα Πλάτ. Τίμ. 59Β· πρᾶγμα χρυσοῦ τιμαλφέστερον Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τιμαλφής· ἔντιμος, τιμὴν ἀλφαίνουσα, διὰ τιμῆς ἀγομένη· Ἴων (Ἀποσπ. 43) Φοίνικι δευτέρῳ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui trouve son prix, qui parvient à se vendre son prix ; coûteux, précieux, cher;
Sp. τιμαλφέστατος.
Étymologie: τιμή, ἀλφάνω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αξίζει πολύ, πολύτιμος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τιμαλφή
κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αλφής (< ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ»), πρβλ. πολυ-αλφής].

Greek Monotonic

τῐμαλφής: -ές (τιμή, ἀλφεῖν), αυτός που αποφέρει τιμή, τίμιος, πολύτιμος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμαλφής: ἀλφάνω
1) чтимый, прославляемый Aesch.;
2) высоко ценимый (κτῆμα Plat.): χρυσοῦ τ. φόρτος Luc. драгоценный груз золота.

Middle Liddell

τῐμ-αλφής, ές τιμή, ἀλφεῖν]
fetching a prize, costly, precious, Plat.