τμητοσίδηρος: Difference between revisions
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τμητοσίδηρος:''' срубленный железом ([[ὕλη]] Anth.). | |elrutext='''τμητοσίδηρος:''' срубленный железом ([[ὕλη]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τμητο-σί˘δηρος, ον,<br />cut [[down]] with [[iron]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A cut down with iron, ὕλη AP14.19.
German (Pape)
[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).
Greek (Liddell-Scott)
τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coupé par le fer.
Étymologie: τμητός, σίδηρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
κομμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος.
Greek Monotonic
τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).