ὑψίκερως: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(4b)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑψίκερως:''' gen. κερω высокорогий ([[ἔλαφος]] Hom.; [[ταῦρος]] Soph.).
|elrutext='''ὑψίκερως:''' gen. κερω высокорогий ([[ἔλαφος]] Hom.; [[ταῦρος]] Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-κερως, ων, [[κέρας]]<br />[[high]]-[[horned]], Od., Soph.: —also metapl. acc. ἱψικέρᾱτα πέτραν a [[high]]-peaked [[rock]], Pind. ap. Ar.
}}
}}

Revision as of 02:21, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκερως: -ων, γεν. -ω, (κέρας) ὁ ἔχων ὑψηλὰ κέρατα, ἔλαφος Ὀδ. Κ. 158· ὑψίκερω… φάσμα ταύρου Σοφ. Τραχ. 507· ― ἔχομεν ὡσαύτως αἰτ. κατὰ μεταπλασμόν, ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχον ὑψικόρυφον, Πινδ. (Ἀποσπ. 285) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 597, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 658, Χοιροβ. 50. 12.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
aux hautes cornes.
Étymologie: ὕψι, κέρας.

English (Autenrieth)

(κέρας): with lofty antlers, Od. 10.158†.

Greek Monotonic

ὑψίκερως: -ων (κέρας), γεν. , αυτός που έχει ψηλά κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχος με ψηλή κορυφή, σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίκερως: gen. κερω высокорогий (ἔλαφος Hom.; ταῦρος Soph.).

Middle Liddell

ὑψί-κερως, ων, κέρας
high-horned, Od., Soph.: —also metapl. acc. ἱψικέρᾱτα πέτραν a high-peaked rock, Pind. ap. Ar.