φιλημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλημοσύνη:''' ἡ ([[φιλέω]]), [[φιλικότητα]], [[συμπάθεια]], σε Θέογν.
|lsmtext='''φῐλημοσύνη:''' ἡ ([[φιλέω]]), [[φιλικότητα]], [[συμπάθεια]], σε Θέογν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλημοσύνη, ἡ, [[φιλέω]]<br />[[friendliness]], [[affection]], Theogn.
}}
}}

Revision as of 02:24, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλημοσύνη Medium diacritics: φιλημοσύνη Low diacritics: φιλημοσύνη Capitals: ΦΙΛΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: philēmosýnē Transliteration B: philēmosynē Transliteration C: filimosyni Beta Code: filhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A friendliness, affection, Thgn.284 (v.l. συνημοσύνη), IG12.1016.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Liebe, Freundschaft, Theogn. 284, wo Brunck συνημοσύνη schrieb, da das adj. φιλήμων nur als nom. pr. vorkommt.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλημοσύνη: ἡ, φιλικὸν αἴσθημα, φιλικὴ διάθεσις, Θέογν. 284 (ἔνθα δύο Ἀντίγραφ. φέρουσι συνημοσύνη), Ἑλλ. Ἐπιγρ. 9. ― Τὸ ἐπίθ. φιλήμων, μόνον ὡς κύριον ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bonté.
Étymologie: φιλέω.

Greek Monolingual

ἡ, Α φιλήμων, -ονος]]
(ποιητ. τ.) φιλική διάθεση, φιλία.

Greek Monotonic

φῐλημοσύνη: ἡ (φιλέω), φιλικότητα, συμπάθεια, σε Θέογν.

Middle Liddell

φῐλημοσύνη, ἡ, φιλέω
friendliness, affection, Theogn.