φιλόμουσος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλόμουσος:''' <b class="num">1)</b> преданный наукам и искусствам, т. е. ученый (λόγοι Arph.; [[ἀνήρ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> любящий музыку Xen. | |elrutext='''φιλόμουσος:''' <b class="num">1)</b> преданный наукам и искусствам, т. е. ученый (λόγοι Arph.; [[ἀνήρ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> любящий музыку Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλό-μουσος, ον, [[μοῦσα]]<br />[[loving]] the Muses, [[generally]], [[loving]] [[music]] and the arts, Ar., Plat., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A loving music or the Muses, δελφῖνες Arionl.8, cf. Theoc.14.61: generally, loving music and the arts, accomplished, Pl.Phdr.259b, R.548e, X.Cyr.5.1.1; μουσικοὶ καὶ φ. Phld.Mus.p.62 K., etc.; λόγοι φ. Ar.Nu.358 (anap.): τὸ φ., = φιλομουσία, Plu.2.984b, etc.
German (Pape)
[Seite 1282] die Musen liebend, die schönen Künste liebend, Musenfreund; λόγοι Ar. Nub. 357; ἀνήρ Plat. Phaedr. 259 b; καὶ φιλήκοος Rep. VIII, 548 e; δελφῖνες Arion. 1, 10; κώνωψ Mel. 90 (V, 152); Xen. Cyr. 5, 1,1.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόμουσος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς Μούσας, ἢ τὴν μουσικήν, δελφὶς Ἀρίων ἐν Begk. Lyr. σ. 567· καθόλου, ὁ ἀγαπῶν τὴν μουσικὴν καὶ τὰς καλὰς τέχνας, ὁ ἔχων ὑψηλὴν καὶ πλήρη παίδευσιν, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 259Β, Πολιτ. 548, Ξεν., κλπ.· φ. λόγοι Ἀριστοφ. Νεφ. 357· ― τὸ φιλόμουσον, = φιλομουσία, Πλούτ. 2. 984Β, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui aime les Muses, càd les lettres, les arts ; τὸ φιλόμουσον c. φιλομουσία;
2 qui aime la musique;
Sp. φιλομουσότατος.
Étymologie: φίλος, μοῦσα.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόμουσος, -ον, ΝΑ
αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) φιλομαθής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον
η φιλομουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό-μουσος].
Greek Monotonic
φῐλόμουσος: -ον (μοῦσα), αυτός που αγαπά τις Μούσες, γενικά, αυτός που αγαπά τη μουσική και τις τέχνες, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόμουσος: 1) преданный наукам и искусствам, т. е. ученый (λόγοι Arph.; ἀνήρ Plat.);
2) любящий музыку Xen.
Middle Liddell
φῐλό-μουσος, ον, μοῦσα
loving the Muses, generally, loving music and the arts, Ar., Plat., etc.