φιλοκαμπής: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλοκαμπής:''' легко сгибаемый или согнутый ([[κίρκος]] Anth.). | |elrutext='''φιλοκαμπής:''' легко сгибаемый или согнутый ([[κίρκος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλο-καμπής, ές [[κάμπτω]]<br />[[easily]] bending, [[lithe]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A easily bending, lithe, κίρκος AP6.294 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1280] ές, gern, gewöhnlich gebogen, κίρκος Phani. 2 (VI, 294).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, εὔκαμπτος, κίρκος Ἀνθ. Π. 6. 294.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très flexible.
Étymologie: φίλος, κάμπτω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. δυσ-καμπής].
Greek Monotonic
φῐλοκαμπής: -ές, γεν. -έος (κάμπτω), αυτός που κάμπτεται εύκολα, λυγερός, εύκαμπτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκαμπής: легко сгибаемый или согнутый (κίρκος Anth.).