ψυδνός: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψυδνός:''' -ή, -όν ή [[ψυδρός]], -ά, -όν ([[ψεύδομαι]]), [[ψεύτικος]], σε Θέογν. | |lsmtext='''ψυδνός:''' -ή, -όν ή [[ψυδρός]], -ά, -όν ([[ψεύδομαι]]), [[ψεύτικος]], σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ψυδνός]], ή, όν [[ψεύδομαι]]<br />false, Theogn. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A v.l. for ψυδρός in Thgn.122. II ψυδνὴ χέρσος· ἀραιά, ὀλίγη, Hsch.: misspelt ψυάνη· ἁρεά, ὀλίγη, Theognost.Can. 26. (With ψυδνός (s. v.l.) cf. κυδνός; for the sense cf. ψύθιος.)
German (Pape)
[Seite 1402] = ψυδρός, Theogn. 122, wo sich die meisten u. besten mss. für diese Form erkl., die sonst nicht vorkommt, sich aber zu ψυδρός verhält, wie κυδνός zu κυδρός; ψεδνός aber ist f. L.
Greek (Liddell-Scott)
ψυδνός: -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = ψυδρός, ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ κυδνός, ὅπερ ὑπάρχει παρὰ τὸ κυδρός, Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ψυδρός.
Étymologie: ψεύδω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. ψευδής
2. φρ. «ψυδνή χέρσος»
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιά, ὀλίγη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ψυδ- του ψεύδομαι + επίθημα -νός (πρβλ. στεγ-νός)].
Greek Monotonic
ψυδνός: -ή, -όν ή ψυδρός, -ά, -όν (ψεύδομαι), ψεύτικος, σε Θέογν.