κητοφόνος: Difference between revisions
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κητοφόνος:''' убивающий морские чудища ([[τρίαινα]] Anth.). | |elrutext='''κητοφόνος:''' убивающий морские чудища ([[τρίαινα]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κητο-[[φόνος]], ον [*[[φένω]]<br />[[killing]] sea-monsters, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A killing sea-monsters, AP6.38 (Phil.), Opp.H.5.113.
German (Pape)
[Seite 1435] Meer-, Thunfische tödtend; τρίαινα Philp. 23 (VI, 38); Opp. Hal. 5, 113.
Greek (Liddell-Scott)
κητοφόνος: -ον, ὁ φονεύων κήτη, Ἀνθ. Π. 6. 30, Ὀππ. Ἁλ. 5. 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les gros poissons.
Étymologie: κῆτος, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
κητοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει κήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόνος (< θείνω), πρβλ. δολο-φόνος, τυραννο-φόνος.
Greek Monotonic
κητοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κητοφόνος: убивающий морские чудища (τρίαινα Anth.).