κηροπαγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κηροπᾰγής:''' Anth. = [[κηροδέτης]].
|elrutext='''κηροπᾰγής:''' Anth. = [[κηροδέτης]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κηρο-πᾰγής, ές [[πήγνυμι]]<br />fastened with wax, Anth.
}}
}}

Revision as of 03:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροπᾰγής Medium diacritics: κηροπαγής Low diacritics: κηροπαγής Capitals: ΚΗΡΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: kēropagḗs Transliteration B: kēropagēs Transliteration C: kiropagis Beta Code: khropagh/s

English (LSJ)

ές,

   A fastened with wax, θαλάμαι AP6.239 (Apollonid.), cf. Man.1.242.

German (Pape)

[Seite 1433] ές, aus Wachs zusammengefügt; θαλάμαι, Bienenzellen, Apollnds. 6 (VI, 239); τρίχες Maneth. 1, 242.

Greek (Liddell-Scott)

κηροπᾰγής: -ές, ἐστερεωμένος, ἐστηριγμένος, κεκολλημένος διὰ κηροῦ, Ἀνθολ. Π. 6. 239. Μανέθ. 1. 242.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, πήγνυμι.

Greek Monolingual

κηροπαγής, -ές (Α)
1. συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με κερί
2. κατασκευασμένος με κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-πάγ-ην), πρβλ. δορυ-παγής, προσωπο-παγής].

Greek Monotonic

κηροπᾰγής: -ές (πήγνυμι), δεμένος με κερί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κηροπᾰγής: Anth. = κηροδέτης.

Middle Liddell

κηρο-πᾰγής, ές πήγνυμι
fastened with wax, Anth.