ὡρόμαντις: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(4b) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὡρόμαντις:''' εως ὁ возвещающий часы (эпитет петуха) Babr. | |elrutext='''ὡρόμαντις:''' εως ὁ возвещающий часы (эпитет петуха) Babr. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὡρό-μαντις, εως,<br />the [[hour]]-[[prophet]], of the [[cock]], Babr. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:03, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ὁ,
A the hour-prophet, of the cock, prob. in Babr. 124.15 (ὡρομάτην cod. Vat., ὡρονόμον Suid. s.v. πέτανρα).
Greek (Liddell-Scott)
ὡρόμαντις: -εως, ὁ προλέγων τὰς ὥρας, ὁ ἀλεκτρυών, Βαβρ. 124. 5· -ὁ Σουΐδ. ἐν λ. πέταυρα μνημονεύει ὡρονόμος (ἐκ τοῦ Βαβρίου). -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
celui qui annonce les heures.
Étymologie: ὥρα, μάντις.
Greek Monotonic
ὡρόμαντις: -εως, ὁ, αυτός που προλέγει την ώρα, ο πετεινός, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ὡρόμαντις: εως ὁ возвещающий часы (эпитет петуха) Babr.