κρεουργηδόν: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρεουργηδόν:''' adv. на куски, в куски (διασπᾶν τινα Her.). | |elrutext='''κρεουργηδόν:''' adv. на куски, в куски (διασπᾶν τινα Her.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κρεουργέω]]<br />like a [[butcher]], in pieces, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:05, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A like a butcher, in pieces, τοὺς ἄνδρας κ. διασπᾶν Hdt. 3.13 (Ion. κρεοργ-).
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργηδόν: ὡς κρεουργός, εἰς τεμάχια, τοὺς ἄνδρας κρ. διασπᾶν Ἡρόδ. 3. 13.
French (Bailly abrégé)
adv.
par morceaux en parl. de chair, de viande.
Étymologie: κρεουργέω.
Greek Monolingual
κρεουργηδόν (Α)
επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. του τρόπου -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν, φαλαγγ-ηδόν)].
Greek Monotonic
κρεουργηδόν: επίρρ., όπως σφαγέας, σε κομμάτια, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεουργηδόν, Ion. κρεοργηδόν [κρεουργός] adv., in stukken.
Russian (Dvoretsky)
κρεουργηδόν: adv. на куски, в куски (διασπᾶν τινα Her.).