κλημάτινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλημάτῐνος:''' -η, -ον, ο [[σχετικός]] με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.
|lsmtext='''κλημάτῐνος:''' -η, -ον, ο [[σχετικός]] με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κλημάτῐνος, η, ον [from [[κλῆμα]]<br />of [[vine]]-twigs, Theogn.
}}
}}

Revision as of 03:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλημᾰτῐνος Medium diacritics: κλημάτινος Low diacritics: κλημάτινος Capitals: ΚΛΗΜΑΤΙΝΟΣ
Transliteration A: klēmátinos Transliteration B: klēmatinos Transliteration C: klimatinos Beta Code: klhma/tinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of vine-twigs, πῦρ Thgn.1360; κονία Dsc.Alex.22; τέφρα Id.5.117, Ther.19, Antyll. ap. Orib.10.12.2.

German (Pape)

[Seite 1450] von Weinreben gemacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλημάτῐνος: -η, -ον, ἐκ κλήματος, πῦρ Θέογν. 1360· κονία Διοσκ. Ἀλεξ. 22.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de sarment.
Étymologie: κλῆμα.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ίνη (AM κλημάτινος, -ίνη, -ον) κλήμα
κληματένιος («κλημάτινον πῦρ», Θέογν.)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κληματίνη
η τέφρα από κλάδους αμπέλου.

Greek Monotonic

κλημάτῐνος: -η, -ον, ο σχετικός με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.

Middle Liddell

κλημάτῐνος, η, ον [from κλῆμα
of vine-twigs, Theogn.