κροκόβαπτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κροκόβαπτος:''' окрашенный в цвет шафрана ([[εὔμαρις]] Aesch.). | |elrutext='''κροκόβαπτος:''' окрашенный в цвет шафрана ([[εὔμαρις]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κροκό-βαπτος, ον<br />[[saffron]]-[[dyed]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A saffron-dyed, A.Pers.660.
German (Pape)
[Seite 1511] mit Saffran gefärbt, ποδὸς εὔμαρις Aesch. Pers. 660.
Greek (Liddell-Scott)
κροκόβαπτος: -ον, βεβαμμένος διὰ κρόκου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 66.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.
Greek Monolingual
κροκόβαπτος, -ον (Α)
ο βαμμένος με κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαπτός (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»)].
Greek Monotonic
κροκόβαπτος: -ον, βαμμένος στο χρώμα του κρόκου, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροκόβαπτος -ον [κρόκος, βάπτω] met saffraan geverfd, saffraankleurig.
Russian (Dvoretsky)
κροκόβαπτος: окрашенный в цвет шафрана (εὔμαρις Aesch.).