κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος -ον [κύμινον, πρίω, κάρδαμον, γλύφω] kom. die-komijn-nog-doorsnijdt-en-tuinkers-nog-uitholt (d.w.z. gierig).
|elnltext=κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος -ον [κύμινον, πρίω, κάρδαμον, γλύφω] kom. die-komijn-nog-doorsnijdt-en-tuinkers-nog-uitholt (d.w.z. gierig).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠ˘μῑνο-πριστο-καρδᾰμο-γλύφος, ον [[γλύφω]]<br />a cummin-splitting-cress-[[scraper]], Ar.
}}
}}

Revision as of 03:10, 10 January 2019

English (LSJ)

[γλῠ], ον,

   A cummin-splitting-cressscraper, strengthd.for foreg., Ar.V.1357.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: -ον, ὁ πριονίζων τὸ κύμινον καὶ ξύων τὸ κάρδαμον, ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ κυμινοπρίστης, Ἀριστοφ. Σφ. 1357.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
scie-cumin-râpe-cresson, càd avare renforcé.
Étymologie: κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω.

Greek Monolingual

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, -ον (Α)
(κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + -γλύφος (< γλύφω)].

Greek Monotonic

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: [ῠ], -ου (γλύφω), αυτός που πριονίζει το κύμινο και ξύνει το κάρδαμο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: (λῠ) ὁ разрезающий тмин и соскребывающий салат, т. е. сверхскряга Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος -ον [κύμινον, πρίω, κάρδαμον, γλύφω] kom. die-komijn-nog-doorsnijdt-en-tuinkers-nog-uitholt (d.w.z. gierig).

Middle Liddell

κῠ˘μῑνο-πριστο-καρδᾰμο-γλύφος, ον γλύφω
a cummin-splitting-cress-scraper, Ar.