κρημνοβάτης: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρημνοβάτης:''' ου (ᾰ) ὁ блуждающий по кручам ([[Πάν]] Anth.). | |elrutext='''κρημνοβάτης:''' ου (ᾰ) ὁ блуждающий по кручам ([[Πάν]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κρημνο-βά˘της, ου,<br />a haunter of steeps, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. -ᾱς, ὁ,
A climber of steeps, Πάν AP9.142, cf. Polyaen.4.3.29. 2 rope-dancer, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κρημνοβάτης: -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν ἐπάνω εἰς κρημνούς, Πὰν Ἀνθ. Π. 9. 142, πρβλ. Πολύαιν. 4. 3, 29· ‒ θηλ. κρημνοβάτις, ιδος, Τζέτζ. εἰς Ἰλ. Η. 842. 2) σχοινοβάτης, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος ἀπόκρημνα ῥήματα, κομπορρήμων, κρημνο-βάτης ἐπέων Γρηγ. Ναζ. Ποιήμ. 10, 80.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui gravit des lieux escarpés;
2 fig. qui aime l’emphase, l’enflure.
Étymologie: κρημνός, βαίνω.
Greek Monolingual
ο (AM κρημνοβάτης, Α δωρ. τ. κρημνοβάτας)
αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς
μσν.-αρχ.
αυτός που λέει μεγάλα λόγια, στομφώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο-βάτης, υπνοβάτης].
Greek Monotonic
κρημνοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που περπατά πάνω στους γκρεμούς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρημνοβάτης: ου (ᾰ) ὁ блуждающий по кручам (Πάν Anth.).
Middle Liddell
κρημνο-βά˘της, ου,
a haunter of steeps, Anth.