κρατησίμαχος: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρατησίμαχος -ον [κρατέω, μάχη] in de strijd overwinnend. | |elnltext=κρατησίμαχος -ον [κρατέω, μάχη] in de strijd overwinnend. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κρᾰτησί-μᾰχος, ον [[μάχη]]<br />[[conquering]] in the [[fight]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A conquering in the fight, Id.P.9.86.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτησίμᾰχος: -ον, νικῶν ἐν τῇ μάχῃ, Πινδ. Π. 9. 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui l’emporte dans le combat.
Étymologie: κρατέω, μάχη.
English (Slater)
κρᾰτηςῐμᾰχος
1 victorious in battle τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.86)
Greek Monolingual
κρατησίμαχος, ὁ (Α)
ο νικητής σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ-μαχος, πολύ-μαχος].
Greek Monotonic
κρᾰτησίμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που επικρατεί στη μάχη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτησίμᾰχος: (ῐ) побеждающий в бою (σθένος Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατησίμαχος -ον [κρατέω, μάχη] in de strijd overwinnend.
Middle Liddell
κρᾰτησί-μᾰχος, ον μάχη
conquering in the fight, Pind.